Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὡς ἂν λύμαϑ

См. также в других словарях:

  • λύμαθ' — λύ̱ματα , λῦμα water used in washing neut nom/voc/acc pl λύ̱ματι , λῦμα water used in washing neut dat sg λύ̱ματε , λῦμα water used in washing neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύμα — (I) το (AM λῡμα) συν. στον πληθ. 1. ακαθαρσία τού σώματος, ρύπος που ξεπλύθηκε, ξέπλυμα, απόπλυμα 2. τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το πλύσιμο («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», Καλλ.) 3. οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»